Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

δὲ τειχέων

См. также в других словарях:

  • τειχέων — τεῑχέων , τεῖχος wall neut gen pl (epic doric ionic aeolic) τειχέω build walls pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Tagma (military) — The tagma ( el. τάγμα, pl. tagmata ) is a term for a military unit of battalion size. The best known use of the term however refers to the elite regiments comprising the central imperial army of the middle and late Byzantine Empire. History and… …   Wikipedia

  • Byzantine army — Infobox War Faction name= Byzantine Army war= Wars of the Byzantine Empire caption= active= 330 1453 AD ideology= leaders= Byzantine Emperor (Commander in chief) headquarters=Constantinople area= Balkans, Asia Minor, Middle East, Italy, North… …   Wikipedia

  • въноутрь — (255) нар. и предл. I. Нар. 1. Внутрь; в середину, в пределы: вънѹтрь въ цр҃квь въводити ЖФСт XII, 86; не въведени˫а бо ради вънѹтрь скотѩть. (ἔνδον) КЕ XII, 66а; понеже ѥдиною въшедшю недугѹ внѹтрь. и телеса огньнымь образомь. поѩдающу. КР 1284 …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Керигма — (греч. Κήρυγμα объявление, провозглашение, призыв, проповедь) термин новозаветной герменевтики. В Септуагинте он почти не встречается. Он близок по смыслу к понятию греч. εὐαγγέλιον в буквальном значении «благая весть». Этимологически слово… …   Википедия

  • κυβιστητήρ — κυβιστητήρ, ῆρος, ὁ (Α) [κυβιστώ] 1. αυτός που έχει ως επάγγελμα την κυβίστηση, ο επαγγελματίας ακροβάτης και χορευτής που ήταν εξασκημένος να εκτελεί τούμπες και περιστροφικές κινήσεις στηριζόμενος στα πόδια του («δοιὼ δὲ κυβιστητῆρε κατ αὐτοὺς… …   Dictionary of Greek

  • περιπτυχή — ἡ, Α [περιπτύσσω] 1. περίβλημα, περικάλυμμα 2. περίπτυξη, εναγκαλισμός 3. (στον πληθ. σε ποιητικές φράσεις προκειμένου να δηλωθούν πράγματα που περιβάλλουν κάτι) α) «τειχέων περιπτυχαί» τα τείχη που περιβάλλουν μια πόλη β) «ναύλοχοι περιπτυχαί»… …   Dictionary of Greek

  • προσνίσσομαι — και δωρ. τ. ποτινίσσομαι Α (αποθ.) 1. προσέρχομαι («οἴκοθεν οἴκαδ ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων ποτινισσόμενον», Πίνδ.) 2. πηγαίνω κοντά, πλησιάζω 3. εισάγομαι («οὐδ ὅσ ἐς Ὀρχομενὸν ποτινίσσεται», Ομ. Ιλ.) 4. (με εχθρική σημ.) επέρχομαι, επιτίθεμαι.… …   Dictionary of Greek

  • στράτωρ — Τίτλος στη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Οι σ. είχαν διπλή αποστολή, να συνοδεύουν τον αυτοκράτορα όταν ανέβαινε στ’ άλογό του και να φροντίζουν τους αυτοκρατορικούς σταύλους. Επικεφαλής των σ. ήταν ο πρωτοστράτωρ. Ορισμένοι από τους αυτοκράτορες είχαν …   Dictionary of Greek

  • τείχος — Κτίσμα από διάφορα υλικά, που χρησιμεύει για την άμυνα των πόλεων ή κατοικημένων τόπων. Ήδη από τους προϊστορικούς οικισμούς υπήρχαν, για αμυντικούς σκοπούς, χαρακώματα και αναχώματα, αλλά πραγματικά τ. εμφανίζονται στην Ελλάδα κατά τη 2η… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»